«Andrea Chenier» Umberto Giordano

Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες στην αξιολόγηση του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Λυκείου, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» του, είναι η σύνθεση ενός «ερμηνευτικού σχολίου» σε μη διδαγμένο κείμενο (ποιητικό, πεζό, θεατρικό) από τους μαθητές.  Στόχος του ερμηνευτικού σχολίου είναι η παραγωγή ενός σύντομου κείμενου που περιλαμβάνει την ανάπτυξη του βασικού θέματος, αλλά και τον προσωπικό σχολιασμό μέσα από τα «μάτια» των μαθητών. 

Κατά το σχολικό έτος 2021-2022 στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας ανατέθηκε στους μαθητές της Β’ λυκείου να επιχειρήσουν τη δική τους ερμηνευτική προσέγγιση σε τραγούδια επιλογής τους (ελληνικά ή ξένα) και να παρουσιάσουν τις εργασίες τους στην τάξη. Αυτή η δημιουργική εργασία κινητοποίησε όλους τους μαθητές των Εκπαιδευτηρίων μας, οι οποίοι εργάστηκαν είτε ατομικά είτε ομαδικά για να τη φέρουν εις πέρας.

Στίχοι

La mamma morta m’hanno
Alla porta della stanza mia
Moriva e mi salvava
Poi a notte alta
Io con Bersi errava
Quando ad un tratto
Un livido bagliore guizza
E rischiara innanzi a’ passi miei
La cupa via
Guardo
Bruciava il loco di mia culla
Così fui sola
E intorno il nulla
Fame e miseria
Il bisogno, il periglio
Caddi malata
E Bersi, buona e pura
Di sua bellezza ha fatto un mercato
Un contratto per me
Porto sventura a chi bene mi vuole
Fu in quel dolore
Che a me venne l’amor
Voce piena d’armonia e dice:
“Vivi ancora
Io son la vita
Ne’ miei occhi e il tuo cielo
Tu non sei sola
Le lacrime tue io le raccolgo
Io sto sul mio cammino e ti sorreggo
Sorridi e spera! Io son l’amore!
Tutto intorno è sangue e fango
Io son divino! Io son l’oblio!
Io sono il dio che sovra il mondo
Scendo da l’empireo, fa della terra
Un ciel! Ah!
Io son l’amore, io son l’amor, l’amor”

Ερμηνευτικό σχόλιο (Δρόλιας Φίλιππος)

Το κοµµάτι προέρχεται από την όπερα “Andrea Chenier” του Umberto Giordano, που αφορά την γαλλική επανάσταση. Συγκεκριµένα, αφηγείται την ιστορία µίας νέας και πλούσιας κοπέλας (Μανταλένα) από αριστοκρατική οικογένεια, που λίγο πριν το ξέσπασµα της γαλλικής επανάστασης το 1989, ερωτεύται έναν ποιητή (Αντρέα Σενιέ), υποστηρικτή της επανάστασης. Λίγα χρόνια αργότερα στην περίοδο των ριζοσπαστών, η Μανταλένα κρύβεται και µία τυχαία συνάντηση µε τον ποιητή είναι αρκετή για να αφυπνίσει τον έρωτα και τον δύο, που καταφέρνουν να διαφύγουν από το Παρίσι µαζί. Όταν όµως ο εχθρός του που τον φθονεί για τον έρωτα της Μανταλένας, τον ανακαλύψει µέσω ενός κατάσκοπου, θα απαιτήσει την καταδίκη του σε θάνατο, και ο Σενιέ θα βρεθεί ενώπιον ενός άδικου δικαστηρίου που θα διατάξει την εκτέλεση του το επόµενο κιόλας πρωί.

Έχοντας χάσει τα πάντα η Μανταλένα αποκαλύπτει την αριστοκρατική της καταγωγή και καταφέρνει την καταδίκη της ίδιας, πλάι στον αγαπηµένο της. Η “La mamma morta” προέρχεται από την τρίτη πράξη της όπερας, στη σκηνή όπου η Μανταλένα προσπαθεί να µεταπείσει τον εχθρό του Σενιέ, περιγράφοντας τις κακουχίες που έχει υποστεί, δικαιολογώντας πως ο έρωτας αυτός είναι το µόνο πράγµα στον κόσµο που της δίνει τη δύναµη να συνεχίσει να ζει. Η αλήθεια είναι, πως η άρια (τραγούδι) αυτή δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη µουσική ποικιλία, ωστόσο δίνει το περιθώριο στην ερµηνεύτρια να τη χρωµατίσει µε το ανάλογο ύφος και συναίσθηµα.

Κατά τη γνώµη µου, ωστόσο, την καλύτερη µακράν ερµηνεία µάς έχει προσφέρει η µεγαλύτερη τραγουδίστριας της όπερας στον κόσµο, Μαρία Κάλλας στη ζωντανή ηχογράφηση στη Σκάλα του Μιλάνου το 1955. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να ταυτιστεί µε την πρωταγωνίστρια ως ένα σηµείο ∙ αρκεί να λάβουµε υπόψη το παρελθόν της. Γεννηµένη στην Αµερική το 1923 σε µια ελληνική οικογένεια µεταναστών στην Νέα Υόρκη, στερήθηκε από νωρίς τις οικογενειακές χαρές και την παιδική της ηλικία, όταν η µητέρα της πήρε εκείνη και την αδερφή της και µετακόµισε στην Ελλάδα, χωρίς φυσικά τον πατέρα της σε ηλικία µόλις 12 χρονών. Στα χρόνια στην Ελλάδα αφιερώθηκε στις σπουδές στις στο τραγούδι παρά το νεαρό της ηλικίας, κατάφερε να αναλάβει µεγάλους ρόλους στη νεοσύστατη τότε λυρική σκηνή, από την οποία αργότερα απολύθηκε, λόγω ζήλειας των συναδέλφων, ενώ το ελληνικό κοινό την έβλεπε µε καχυποψία και την υποτιµούσε αφού αναγκαζόταν στην περίοδο της κατοχής η λυρική να δέχεται Γερµανούς, για τους οποίους εν τελεί τραγουδούσε. Έτσι, αναχώρησε για την Ιταλία και αγαπήθηκε από το ιταλικό κοινό όσο καµία άλλη τραγουδίστρια. Δεν πήγαν όλα όµως τόσο καλά : μετά τον πρώτο της γάµο η µητέρα της πρακτικά την αποκλήρωσε, οι εφηµερίδες παρουσίαζαν µία Κάλλας αλαζονική, ψυλοµύτα και περιφρονητική µε κάθε αφορµή, ο σύζυγός της ήταν κακοποιητικός αλλά και η σχέση της αργότερα µε τον Ωνάση, που ουσιαστικά την απάτησε, έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στη διαµόρφωση του οπερατικού της χαρακτήρα.

Αν αναλογιστεί κανείς όλα τα παραπάνω στην ερµηνεία της Κάλλας θα µπορούσε να ισχυριστεί ότι ο έρωτας, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, συµβολίζει την αγάπη της για την όπερα και το τραγούδι, στο οποίο άλλωστε αφιέρωσε και όλη της την ζωή. Τα λόγια του έρωτα στο τραγούδι, είναι λόγια ελπίδας, που δίνουν δύναµη στην Μανταλένα, ενδεχοµένως και στην Κάλλας. Η Μανταλένα συνοµιλεί µε την Κάλλας! Ακούγεται ίσως λίγο τραβηγµένο, αλλά αντιστοιχεί στην πραγµατικότητα. Ειδικότερα, ο στίχος “sorridi e spera” είναι χαρακτηριστικός της ελπίδας που αποπνέει όχι απαραίτητα ο έρωτας, αλλά και γενικότερα η αγάπη για οτιδήποτε δίνει χαρά στη ζωή του καθενός. Με αυτόν τον τρόπο θίγεται και το θέµα της καταπίεσης. Η φράση “fa della terra in un ciel!” φανερώνει πως µια δυσάρεστη κατάσταση θα αλλάξει, ακόµα και εάν η αλλαγή αυτή δεν είναι άµεσα ορατή. Πέρα από όλες τις πανάκριβες τουαλέτες και τα υπερπολυτελή κοσµήµατα, στο πρόσωπο της Κάλλας, ιδίως προς το τέλος της ζωής της, θα δει κανείς µια απλή γυναίκα που απλώς εξέφραζε την αγάπη της για αυτόν τον κόσµο µε έναν διαφορετικό τρόπο χωρίς ιδιοτέλεια και συµφεροντολογία (µάλιστα όταν είχε έρθει ξανά στην Ελλάδα το 1957, πρότεινε να κάνει τα δύο ρεσιτάλ της, χωρίς πληρωµή, ωστόσο όχι µόνο δεν το δέχτηκαν άλλα την έµπλεξαν και σε πολιτικοοικονοµικά δρώµενα της εποχής µε συγκεκριµένους υπουργούς).

Τέλος, όσον αφορά την προσωπική µου τοποθέτηση, ο συναισθηµατισµός της Κάλλας, δεν αποτυγχάνει ποτέ να µε συγκινήσει. Την πρώτη φορά, µάλιστα, που άκουσα αυτή την ερµηνεία, ένιωσα τόσο συγκινηµένος από τα λόγια αυτά της Κάλλας-Μανταλένας που ανατρίχιασα. Ο συµβολικός χαρακτήρας του κειµένου αφήνει ελεύθερο το περιθώριο στον ακροατή να ταυτιστεί και να εκλάβει τον “έρωτα” που απευθύνεται στην Μανταλένα, µε τον τρόπο που εκείνος θεωρεί κατάλληλο για τον ίδιο. Άλλωστε, όλοι µας αντιµετωπίζουµε δύσκολες καταστάσεις στην ζωή µας, ενώ υπάρχουν φορές που θέλουµε να βγάλουµε µια κραυγή βοήθεια, όπως αυτή που εντάσσει ο συνθέτης στο κοµµάτι µε την ψηλή νότα της Μανταλένας στα τελευταία δευτερόλεπτα της άριας, ικανοποιώντας ακριβώς αυτήν την ανάγκη· την ανάγκη για ελευθερία και ελπίδα…