Μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες στην αξιολόγηση του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Λυκείου, αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» του, είναι η σύνθεση ενός «ερμηνευτικού σχολίου» σε μη διδαγμένο κείμενο (ποιητικό, πεζό, θεατρικό) από τους μαθητές. Στόχος του ερμηνευτικού σχολίου είναι η παραγωγή ενός σύντομου κείμενου που περιλαμβάνει την ανάπτυξη του βασικού θέματος, αλλά και τον προσωπικό σχολιασμό μέσα από τα «μάτια» των μαθητών.
Κατά το σχολικό έτος 2021-2022 στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας ανατέθηκε στους μαθητές της Β’ λυκείου να επιχειρήσουν τη δική τους ερμηνευτική προσέγγιση σε τραγούδια επιλογής τους (ελληνικά ή ξένα) και να παρουσιάσουν τις εργασίες τους στην τάξη. Αυτή η δημιουργική εργασία κινητοποίησε όλους τους μαθητές των Εκπαιδευτηρίων μας, οι οποίοι εργάστηκαν είτε ατομικά είτε ομαδικά για να τη φέρουν εις πέρας.
Μ’ ένα όνειρο τρελό
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά
σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας
Ποια μοίρα με ζηλεύει
ποιο μάτι φθονερό
και χάθηκε μια αγάπη
προτού να τη χαρώ
σαν πλοίο που ναυάγησε
σαν νούφαρο που μάδησε
στης λίμνης μέσα το θολό νερό
Με ελπίδες λιγοστές
έστω και απατηλές
να γυρίσεις περιμένω
ίσως βγει αληθινό
τ’ όνειρό μου το τρελό
τ’ όνειρό μου το ναυαγισμένο
Λίγα λόγια για τη στιχουργό
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε το 1896 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και προερχόταν από µία πολύ εύπορη οικογένεια. Από πολύ µικρή ηλικία άρχισε να εκφράζεται µέσω της ποίησης, πράγµα που αποδείχτηκε καθοριστικό για την πορεία της ζωής της. Το 1922, µε τη
Μικρασιατική καταστροφή, βίωσε τον ξεριζωµό από τον τόπο της και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα µε την µητέρα και τις δύο κόρες της. Έχοντας χάσει όλη της την περιουσία, τα ποιήµατά της µπόρεσαν να της αποφέρουν µερικά χρήµατα, πουλώντας τα µε σκοπό την µελοποίησή
τους. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν η πρώτη Ελληνίδα στιχουργός, καθώς η δυναµικότητα και η αποφασιστικότητά της δεν την εµπόδισαν να πραγµατοποιήσει το φαινοµενικά άπιαστο όνειρό της, παρά την περιφρόνηση από τον ανδροκρατούµενο αυτό χώρο. Σταθµός στην ζωή της αποτέλεσε ο θάνατος της µητέρας, του συζύγου και της κόρης της.
Ερμηνευτικό σχόλιο (Καντουνάκη Σοφία, Κρέτσα Άρτεμις, Τσόκα Μυρτώ)
Η Ευτυχία, στους στίχους του τραγουδιού «Όνειρο απατηλό», πραγµατεύεται τα συναισθήµατα που βιώνει κανείς µετά τη συνειδητοποίηση ότι κάποια όνειρα παραµένουν για πάντα ανεκπλήρωτα ή την απώλεια αγαπηµένων προσώπων από τη ζωή του. Οι γλυκόπικροι στίχοι του τραγουδιού αυτού συνδυάζουν τον πόνο και την απογοήτευση µε την ελπίδα. Τα βιώµατά της, ένα όνειρο το οποίο αποδείχτηκε απραγµατοποίητο και µία αγάπη που τελείωσε άδοξα, αποτελούν έµπνευση της στιχουργού. Η απώλεια αγαπηµένων προσώπων και ο ξεριζωµός από τον τόπο της, είναι στοιχεία σηµαντικά, τα οποία την επηρέασαν και σίγουρα της στιγµάτισαν τη ζωή.
Μέσα από την προσωποποίηση στους στίχους «ποια µοίρα µε ζηλεύει, ποιο µάτι φθονερό», το ποιητικό υποκείμενο εκδηλώνει το πόσο αδικηµένο νιώθει από τη ζωή και από όσα του επιφύλασσε η µοίρα. Η αντίθεση που κυριαρχεί στο ποίηµα « ίσως βγει αληθινό τ’ όνειρό µου το τρελό τ’ όνειρό µου το ναυαγισµένο», φανερώνει ότι παρόλο που γνωρίζει
πως δεν µπορεί να πάρει πίσω αυτά που έχει χάσει και καθώς τα όνειρα έχουν βυθιστεί και ναυαγήσει, η ελπίδα δεν έσβησε ποτέ από την καρδιά του. Οι µάταιες προσδοκίες που εξακολουθούσε να τρέφει µετά τις δυσκολίες που αντιµετώπισε, αποτέλεσαν κίνητρο για την συνέχιση της ζωής.
Συνοψίζοντας, από την πρώτη κιόλας επαφή µε το ποίηµα, η έντονη συναισθηµατική φόρτιση της στιχουργού µεταδίδεται στον δέκτη. Χάρη στον εξοµολογητικό τόνο και την ανθρωπιά που διέπει το ποίηµα, καθένας ταυτίζεται µε τον πόνο και την απογοήτευση που βιώνει το ποιητικό
υποκείµενο. Παρά τη χαραµάδα ελπίδας που φαίνεται να εµφανίζεται στο ποίηµα, στο τέλος εξαλείφεται κάθε µορφή αισιοδοξίας, ναυαγούν τα όνειρα του ποιητικού υποκειμένου και έρχεται αντιµέτωπο µε την σκληρή πραγµατικότητα.